- εκσπερματώ
- (ο) μετ. физиол, см. εκσπερματίζω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκσπερματώ — ( όω) (AM ἐκσπερματῶ) νεοελλ. ως μέσ. τού εκσπερματίζω αρχ. 1. μεταβάλλω, μετατρέπω σε σπέρμα 2. μέσ. (για καρπούς) αποκτώ σπόρους, σποριάζω … Dictionary of Greek